Παρασκευή 6 Ιουνίου 2014

Adventure Review: Deponia Trilogy

Η σειρά Deponia είναι τα πρώτα που παιχνίδια που πιάνω να ασχοληθώ από την Daedalic Studios, γερμανική εταιρεία που προσανατολίζεται σε adventure games. Παρόλο που είναι τρία παιχνίδια, λειτουργούν σαν μέρη ενός ενιαίου θεματικού συνόλου και για αυτόν το λόγο θα τα σχολιάσω σαν ένα τεράστιο έργο χωρισμένο σε τρεις εν μέρει αυτοτελείς ενότητες. Κάτι σαν το LOTR ένα πράμα.

Το παιχνίδι ακροβατεί ανάμεσα στο να είναι νοσταλγικός φόρος τιμής σε παιχνίδια της LucasArts (ειδικά στα Day of the Tentacle και Monkey Island), και στο να πλαγιαρίζει αναίσχυντα από παντού. Τουλάχιστον τους μισούς γρίφους έχεις την αίσθηση πως 'κάπου τους έχεις ξαναδεί', και σε μερικές περιπτώσεις μπορώ να κατονομάσω ακριβώς την πηγή. Δεν εννοούμε κάτι αόριστο "πρέπει να πας ένα μεγάλο ψάρι στον ψαρά για να σου δώσει item" αλλά κάτι ύποπτα συγκεκριμένες καταστάσεις, όπως το Rorschach test που πρέπει να κλέψεις τις απαντήσεις ενός τρίτου, α λα Next BIG Thing.
Μερικοί γρίφοι θέλουν να μπεις σε "adventure game mentality", ενώ έχει κάποιους που τραβούσα τα μαλλιά μου- SPOILER: λέω για το σημείο στο δεύτερο μέρος που πρέπει να κλείσεις τη μουσική από τα settings.

Η πλοκή μακροσκοπικά είναι καταπληκτική και με έμφαση στο world-building και το continuity, ενώ δυστυχώς αντίθετα σε μια κοντινότερη ματιά, το γράψιμο των άμεσων σκηνών είναι ΓΙΑΤΟΜΠΟΥΤΣΟ. Και αυτό είναι το στοιχείο που εντέλει πιάνει ένα άψογο παιχνίδι και το πετάει στον γκρεμό.


Εξηγούμαι:

Το παιχνίδι περιστρέφεται γύρω από τον αντι-ήρωα Rufus, κι ακολουθεί στην αφηγηματικότητά του μια πρωταγωνιστο-κεντρική ηθική σε συνδυασμό με το σύνδρομο του Αναξιόπιστου Αφηγητή. Σε απλά λόγια: ο Rufus είναι ο καλός επειδή είναι ο ήρωας και κατά συνέπεια δικαιολογείται σε ό,τι και να κάνει. Το πρόβλημα είναι πως ο συγκεκριμένος χαρακτήρας είναι ό,τι χειρότερο έχω πετύχει ποτέ σε παιχνίδι, θέλεις κάθε πέντε λεπτά να τον δείρεις.

Για να το κάνω σαφές, ας τον συγκρίνουμε με τον Guybrush Threepwood: Ο Guybrush είναι αφελής και γκαφατζής, εξυπνάκιας αλλά ήπιος και καλόκαρδος, και -παρόλο που βάζει τον κόσμο σε μπελάδες- έχει συναίσθηση των ηθικών παραπτωμάτων του (χαρακτηριστικό στο Curse of Monkey Island, με το που κάνεις τον Wally να βάλει τα κλάμματα, στεναχωριέται και τον λυπάται). Ο Rufus αντίθετα, προκαλεί συνειδητά μεγάλο σωματικό και ψυχολογικό κακό σε όλους γύρω του προκειμένου να ωφεληθεί (και συνήθως το όφελος είναι δυσανάλογα μικρό σε σχέση με τη ζημιά), και είναι παντελώς αδιάφορος για τις συνέπειες των πράξεών του.

Ίσως καλύτερα μπορεί να τονιστεί το παραπάνω εξετάζοντας τη σχέση των παραπάνω με τα love interests τους. Από τη μια ο Guybrush κάνει ό,τι μπορεί για την Elaine και για να διορθώσει τα λάθη του στη σχέση τους, σώζωντας την από τον Le Chuck και σπάζοντας την κατάρα του δαχτυλιδιού. Από την άλλη ο Rufus αντιμετωπίζει την πρώην του -η οποία παρόλο που τα χάλασαν τον σπιτώνει επειδή τον λυπάται- σαν σκατά, και τη μέλλουσα την χειραγωγεί καθαρά για να τη γαμήσει για να τον πάρει μαζί της στο Elysium (=τη γη της επαγγελίας kinda sorta).

Δεν έχω κάτι με τους αντι-ήρωες αλλά εδώ όλο το παιχνίδι, ακόμα και στα achievements του, εξυμνεί τον Rufus σαν απίστευτα γαμάτο τύπο αντί να τον χλευάζει που είναι μαλάκας. Σε βάζει στο τριπάκι να αναγκαστείς να σκεφτείς σαν αυτόν για να βγάλεις τους γρίφους, και αυτό είναι ίσως η ρίζα του προβλήματος: αν ακολουθούσαν τη συνταγή των Leisure Suit Larry, όπου ο αφηγητής ξεφτιλίζει και γελοιοποιεί τον τραγέλαφο, να δείξει δηλαδή πως ΔΕΝ είναι cool να είσαι μαλάκας, πιστεύω τα περισσότερα άλλα πράγματα θα συγχωρούνταν ή έστω θα δικαιολογούνταν.

Όλο αυτό δημιουργεί ένα δευτερεύον υπο-πρόβλημα, κατακερματίζει την θεματική συνοχή του στυλ, προκαλεί σαν να λέμε σχιζοφρενική διάθεση, που από τη μια είναι καρτουνίστικη και λάιτ, αλλά από την άλλη πολύ σκοτεινή. Το αποτέλεσμα είναι μερικά τραγικά άσχημα πράγματα να φαίνεται πως πάνε να τα περάσουν για "χιούμορ". Τα τρια μακράν χειρότερα είναι τα εξής:
1) Κάτι μωρά δελφινάκια, τα οποία το παιχνίδι κάνει την έξτρα προσπάθεια να σου δείξει πόσο γλυκούλικα είναι και μετά σε αναγκάζει να τα σφάξεις.
2) Αφήνεις μερικά ορφανά να τα πλευρίσει ένας παιδέρας, και μετά πας και τρίβεις ένα χαρτί με μελάνι πάνω στην πούτσα του για να φτιάξεις έναν πίνακα που κατόπιν τον δείχνεις στα παιδάκια. Στα καπάκια τα ταϊζεις σε ένα τέρας.
3) Πουλάς τη μοναδική μαύρη χαρακτήρα των παιχνιδιών σε σκλαβιά ως "dancing monkey", με φέσι και τα ρέστα.

"Awwww Vi are ze Germans, das ist so funny! Hah-hah-hah. Wi eat scheize und masturbazieren to giraffen! Vi arbeiten ins Daedalic und make adventure games und put Bratwurst in our arschlochs"

Τα παραπάνω θα τα δεχόμουν σε ψυχολογικό θρίλλερ (I have no mouth and I must scream) ή έστω, με κάποια επιφύλαξη, και σε shock-gorn (Harvester) που θα τα αντιμετωπίζαν σαν σοβαρά και δυσάρεστα. Εδώ όμως, τα έχουν για ΑΣΤΕΙΑ. Το παιχνίδι δεν το κρύβει πως περιμένει από εσένα να γελάσεις, σαν τους beavis and butthead. Είναι σαν ένα παιδάκι που βρίζει για να σοκάρει τους μεγάλους. Γενικά κυριαρχεί πολλή κακογουστιά. Ο μόνος τρόπος για να σας εξηγήσω πόσο κακόγουστο είναι, είναι να σας εξομολογηθώ πως γελούσα με την καρδιά μου στο "Freddy Got Fingered".



ΌΜΩΣ:

Στα μισά του τρίτου μέρους ο παίκτης -εσύ- τρώει μια μπουνάρα στο στομάχι, και όλα ανατρέπονται. SPOILER: σκοτώνει κατά λάθος την γκόμενά του, πεθαίνει και πάει στην κόλαση.
Από αυτό το σημείο και μετά μπορώ να πω με σιγουριά πως είναι η καλύτερη κορύφωση που έχω πετύχει σε adventure μετά το Grim Fandango. Μιλάμε άνοιξα απροκάλυπτα walkthrough και αποφάσισα πως δε με ένοιαζε πλέον να λύσω γρίφους, όσο να δώ τι θα γίνει. Είναι μια συγκλονιστική εμπειρία που δικαιώνει το να παίξεις τα 2 προηγούμενα parts μόνο για να φτάσεις σε αυτήν. Θα πίστευα πως αυτό το σημείο το έγραψε άλλος άνθρωπος, αν και εδώ μέσα βρίσκονται πλάτη-πλάτη δύο από τις τρεις καφρίλες που έλεγα πάνω.


Στα πολύ δυνατά σημεία του παιχνιδιού είναι ο ήχος και τα γραφικά. Μιλάμε, οι τοποθεσίες είναι χάρμα οφθαλμών, έχουν μια απίστευτη ποικιλομορφία και ατμοσφαιρικότητα, ενώ στο background κυκλοφορούν ζωάκια κι έντομα, που δίνουν την αίσθηση του πολύ ζωντανού κόσμου.
Η μουσική είναι πολύ άνω του μετρίου, κι ενώ σε μερικές περιπτώσεις γίνεται κουραστικά επαναλαμβανόμενη, σε άλλες απλά είναι εκσπερμάτιση από τα αυτιά.

Ένα τελευταίο σημείο που με μπέρδεψε και με παραξένεψε: στην πλοκή εμφανίζοται κάμποσα Big Lipped Alligator Moments, non-sequiturs, ή στην κοινή, ξεκάρφωτα και ξέμπαρκα σκηνικά που δεν εξηγούνται ποτέ. Αυτά μαζί τους παρασύρουν πολλές υποπλοκές και χαρακτήρες που ξεκινούν δυνατά κι εγκαταλείπονται χωρίς λόγο ή χάνονται στο χάος. Συγκεκριμένα έχω στο μυαλό μου τη σκηνή με την Toni στο μπάνιο στο πρώτο παιχνίδι (Κωλάρα και τρελό fan-service). Ένα άλλο σημείο, πάλι στο ίδιο επεισόδιο είναι η φάση με τον μελλοντικό Rufus που πηδάει στη ραδιενεργή λίμνη άνευ λόγου κι αιτίας. Φαντάζομαι υπήρχε κάποια ιδέα αλλά την ξέχασαν ή παράτησαν για κάτι άλλο.

Συνοπτικά, τα Deponia είναι παιχνίδια που ο χειρότερος εχθρός τους είναι ο εαυτός τους. Αξίζει να τα παίξετε μόνο οι σκληροπυρήνες φανς των adventures, και μόνο για την κλιμάκωση μετά τα μισά του τρίτου και τελευταίου μέρους. Και για το καμμένο soundtrack και για την κωλάρα της Toni. Αυτά μόνο.

2 σχόλια:

  1. Δυστυχώς θα συμφωνήσω. Έπαιξα ενάμιση παιχνίδι και τα παράτησα, παρά τα ευχάριστα γραφικά και το σχετικά φιλικό gameplay. Χαρακτηριστικό παράδειγμα κακής γραφής.

    ΑπάντησηΔιαγραφή